- προσυπουργῆσαι
- προσυπουργέωassist in besidesaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσυπουργώ — έω, Α βοηθώ κάποιον επί πλέον («καὶ τοῡτο προσυπουργῆσαι παρεκελεύετο», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπουργῶ «υπηρετώ, βοηθώ»] … Dictionary of Greek